επιθρύπτω

επιθρύπτω
ἐπιθρύπτω (Α)
1. (μτβτ.) παραλύω, αμβλύνω, εξασθενίζω κάτι
2. μέσ. ἐκθρύπτομαι
εκθηλύνομαι
3. παθ. κάνω νάζια, τσακίσματα
3. σπάζω, συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρύπτω «θραύω, συντρίβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω …   Dictionary of Greek

  • προσεπιθρύπτομαι — Α 1. θραύομαι επί πλέον 2. εξασθενούμαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιθρύπτω «παραλύω, εξασθενίζω, σπάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”